- δελεάρπαξ
- δελε-άρπαξ, αγος, ὁ, ἡ,A snapping at the bait,
πέρκη AP7.504.3
(Leon.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πέρκη AP7.504.3
(Leon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δελεάρπαξ — ( άγος), ο, η (Α) (για ψάρι) αυτός που αρπάζει το δόλωμα από το αγκίστρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέλεαρ + άρπαξ ( γος)] … Dictionary of Greek
άρπαγας — ο (AM ἄρπαξ, [ αγος], Μ και ἅρπαγος, ον) αυτός που του αρέσει να αρπάζει, να σφετερίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρπάζω. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αρπάγιον ( άγι). ΣΥΝΘ. αρχ. αρπαξάνδρα, χρεάρπαξ, ψιχάρπαξ μσν. δελεάρπαξ, υδράρπαξ, ψυχάρπαξ (μσν.νεοελλ.)… … Dictionary of Greek